ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΚΑΙ "ΦΛΕΓΟΝ" ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ



ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Το κείμενο που ακολουθεί είναι καρπός μιας μακράς και γόνιμης διαδικασίας που άρχισε τον Ιανουάριο του 2011 στους κόλπους της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, το Δ.Σ. της οποίας ανέθεσε στον γράφοντα, που μόλις είχε εκλεγεί σε αυτό, την ευθύνη της σύνταξης ενός κειμένου αρχών και προτάσεων για τη διδασκαλία της Ιστορίας. Ζήτησα τη συνδρομή πανεπιστημιακών δασκάλων, Συνδέσμων Φιλολόγων και εκατοντάδων  εκπαιδευτικών με ειδικές σπουδές πάνω στην Ιστορία και τη διδακτική της. Ανταποκρίθηκαν δεκάδες από αυτούς με κείμενα και παρατηρήσεις τους. Δυστυχώς, το κείμενο αυτό δεν κατέστη ακόμη δυνατό, παρά την παρέλευση εννέα μηνών από την ολοκλήρωσή του, να τεθεί υπό έγκριση στο Δ.Σ. της Π.Ε.Φ., ώστε να αποτελέσει την επίσημη διακήρυξη της Ένωσης. Επειδή όμως οι καιροί ου μενετοί, ανταποκρίθηκα με προθυμία στην πρόταση του περιοδικού «Νέα Παιδεία» ελπίζοντας ότι έτσι θα συμβάλλω στον διάλογο για το πιο γοητευτικό και το πιο κακοποιημένο ταυτόχρονα μάθημα της ελληνικής εκπαίδευσης.

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Είναι δυστυχώς κοινός τόπος όχι μόνο ανάμεσα στα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας αλλά και στην ελληνική κοινωνία εν γένει ότι οι έλληνες μαθητές αποφοιτούν από το σχολείο ιστορικά αναλφάβητοι. Το πρόβλημα δεν έγκειται, όπως οι περισσότεροι πιστεύουν, τόσο στο γεγονός ότι δεν έχουν συγκρατήσει στη μνήμη τους βασικές ιστορικές πληροφορίες, αλλά σε βαθύτερες αδυναμίες που έχουν να κάνουν με ουσιαστικές παραμέτρους της ιστορικής εκπαίδευσης. Οι μαθητές μας στη συντριπτική τους πλειονότητα αδυνατούν να κατανοήσουν τον ιστορικό λόγο, να συνειδητοποιήσουν την ιδιαιτερότητα της φύσης και των κοινωνικών λειτουργιών της ιστορίας, να αντιληφθούν και να χειριστούν χρονολογικούς όρους, να αντιληφθούν τους μηχανισμούς και τους παράγοντες που επιδρούν στην ιστορική εξέλιξη και διαμορφώνουν τις κοινωνίες, να αρθρώσουν επιχειρήματα μελετώντας ιστορικά τεκμήρια και σταθμίζοντας απόψεις άλλων και τελικά να παραγάγουν δικό τους λόγο.
Πού οφείλεται η χρόνια παθολογία τους μαθήματος της Ιστορίας; Στο ελληνικό σχολείο εξακολουθεί να κυριαρχεί ως τρόπος διδασκαλίας η μονολογική αφήγηση και ως τρόπος εκμάθησης η στείρα απομνημόνευση. Παρά τις κατά καιρούς περί του αντιθέτου εξαγγελίες της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας και τις επιταγές των Προγραμμάτων Σπουδών, οι καθηγητές και οι καθηγήτριες Ιστορίας καλούνται να ξεπεράσουν ανυπέρβλητα εμπόδια προκειμένου να εξάψουν το ενδιαφέρον των μαθητών τους, να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή τους, να ενεργοποιήσουν την κρίση τους και τελικά να κάνουν αποτελεσματική τη διδασκαλία. Εξάλλου, εδώ και δεκαετίες δεν έχουν επιμορφωθεί συστηματικά και με διάρκεια.
Καταρχάς, το πρόβλημα οφείλεται στον τεράστιο όγκο της διδακτέας ύλης αφενός και στον ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο διδασκαλίας αφετέρου. Αποτελεί δυστυχώς κυρίαρχο χαρακτηριστικό του εκπαιδευτικού μας συστήματος η πρόκριση της ποσότητας σε βάρος της ποιότητας της γνώσης. Η δραστική μείωση του συνολικού αριθμού των σελίδων που επιδιώχθηκε στην τελευταία γενιά σχολικών εγχειριδίων, αντί να επιλύσει, προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερα λειτουργικά προβλήματα. Τα νέα εγχειρίδια Ιστορίας χαρακτηρίζονται από περιληπτικότητα, εγκυκλοπαιδισμό, αποσπασματικότητα και είναι γραμμένα σε γλώσσα δυσνόητη, που δεν ανταποκρίνεται στο γνωστικό και γλωσσικό επίπεδο της πλειονότητας των μαθητών. Αν μάλιστα κανείς λάβει υπόψη ότι μια μεγάλη μερίδα των μαθητών μας δεν μιλούν ως μητρική τους γλώσσα την ελληνική (μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης, οικονομικοί μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς), κατανοεί τα μεγάλα ποσοστά μαθητικής αποτυχίας και συνακόλουθα σχολικού αποκλεισμού.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο οι καθηγητές Ιστορίας βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα υπαρξιακό για την παιδαγωγική τους ιδιότητα δίλημμα: θα προτάξουν τη διδασκαλία του συνόλου της ιστορικής ύλης καταφεύγοντας σε ασθματικούς μονολόγους απέναντι σε αδιάφορους ή δυσφορούντες μαθητές, τους οποίους θα επιχειρούν να ελέγχουν με εξεταστικές μεθόδους και βαθμολογικές απειλές; Ή θα επιλέξουν να «παρανομήσουν» προκρίνοντας μαθητοκεντρικές και συνεργατικές μεθόδους διδασκαλίας και επιδιώκοντας γόνιμες συζητήσεις στην τάξη; Πίσω από το δίλημμα αυτό κρύβεται ένα άλλο δίλημμα ακόμη πιο ουσιώδες, καθώς αφορά τη φύση του μαθήματος της Ιστορίας: Ποια ιστορική γνώση μετράει; Η γνώση που καταθέτουν σε μια κόλλα χαρτί οι μαθητές στις εξετάσεις του Ιουνίου ή αυτή που θα είναι σε θέση να ανακαλέσουν (και να αξιοποιήσουν σε ένα συλλογισμό, σε μια επιχειρηματολογία) στη μετέπειτα ζωή τους; Αν μετράει η δεύτερη, αν αυτή θεωρούμε πραγματικό κτήμα των μαθητών, τότε προκύπτει το ερώτημα ποια ιστορική γνώση συγκρατούν οι μαθητές σε βάθος χρόνου; Αυτή που έμαθαν είτε ακούγοντας μια εισήγηση είτε διαβάζοντας το ιστορικό αφήγημα του σχολικού εγχειριδίου ή αυτή που κατέκτησαν μετά από μια χρονικά αβίαστη πορεία από την πληροφορία ως το συμπέρασμα, ερευνώντας, αναλύοντας, συγκρίνοντας, συνθέτοντας; 
Επιπρόσθετα, στη χώρα μας δεν πρέπει να παραβλέψει κανείς ότι για την κακοδαιμονία που κατατρέχει το μάθημα της Ιστορίας ευθύνονται και εξω-εκπαιδευτικοί παράγοντες. Ο θεσμικά (δυστυχώς) κατοχυρωμένος ρόλος του/της Υπουργού Παιδείας, που διατηρεί το δικαίωμα να αποφασίζει για την κυκλοφορία ή την απόσυρση σχολικών βιβλίων, καθώς και οι απροκάλυπτες παρεμβάσεις πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων, θρησκευτικών παραγόντων, εκπροσώπων του τύπου και κάθε είδους σωματείων που καμιά σχέση δεν έχουν με την επιστημονική και εκπαιδευτική κοινότητα, καθιστούν το μάθημα της Ιστορίας έρμαιο των πολιτικών συγκυριών, ενώ αποτρέπουν κάθε προσπάθεια ανανέωσής του.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι τα προβλήματα επιτάθηκαν στο έπακρο τα τελευταία χρόνια με την εκχώρηση της διδασκαλίας της Ιστορίας ως δεύτερης ανάθεσης σε καθηγητές ξένων γλωσσών. Σε πολλές περιοχές της χώρας το ποσοστό των διδακτικών ωρών Ιστορίας που έχουν ανατεθεί σε εκπαιδευτικούς μη φιλολογικών ειδικοτήτων υπερβαίνει το 30%.   


ΓΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΔΑΣΚΟΥΜΕ ΙΣΤΟΡΙΑ (ΣΚΟΠΟΙ)
Το μάθημα της Ιστορίας αποτελούσε ανέκαθεν μέσο ιδεολογικής χειραγώγησης και φρονηματισμού της νέας γενιάς από την εκάστοτε πολιτική εξουσία. Γι’ αυτό και πίσω από το ερώτημα «γιατί πρέπει να διδάσκουμε Ιστορία;» κρύβεται ένα άλλο θεμελιώδες ερώτημα: «ποιον τύπο ανθρώπου και πολίτη θέλουμε να διαμορφώσουμε στο σχολείο;». Στις σύγχρονες δημοκρατικές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες η απάντηση που δίνεται από τους θεσμικούς εκπαιδευτικούς φορείς είναι κοινή: «θέλουμε πολίτες με ιστορική σκέψη και συνείδηση».
Αυτό σημαίνει ότι δεν μαθαίνουμε Ιστορία για να μεταδώσουμε εγκυκλοπαιδικές γνώσεις για το παρελθόν ούτε για να προβλέψουμε τι θα γίνει στο μέλλον, επειδή, όπως πολλοί ισχυρίζονται, «η Ιστορία επαναλαμβάνεται». Είναι κοινός τόπος μεταξύ των ιστορικών εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα ότι τα ιστορικά γεγονότα είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα. Ιστορία μαθαίνουμε για να κατανοήσουμε τον τρόπο σκέψης, τις επιλογές, τις πράξεις και τον πολιτισμό των ανθρώπων και των κοινωνιών τους στο παρελθόν. Και μέσα από αυτή την κατανόηση να επιχειρήσουμε να αντιληφθούμε τους μηχανισμούς λειτουργίας και εξέλιξης της σημερινής κοινωνίας και να σχεδιάσουμε με ρεαλισμό και αίσθημα ευθύνης το μέλλον μας.
Αναγκαίος όρος για να επιτευχθούν τα παραπάνω είναι η ανάπτυξη κριτικής σκέψης. Η κριτική σκέψη δεν είναι, όπως διατείνονται ορισμένοι, ο αυθαίρετος και περιστασιακός σχολιασμός προσώπων, γεγονότων ή θεσμών του ιστορικού παρελθόντος ή του παρόντος. Η κριτική σκέψη είναι η δομική ολοκλήρωση και ο συνδυασμός νοητικών και ψυχολογικών δεξιοτήτων που είναι δυνατό να καλλιεργηθούν στο μάθημα της Ιστορίας, όπως η αναλυτική και συνθετική ικανότητα, η επιχειρηματολογία, η τεκμηρίωση, η διακρίβωση της αιτιότητας που συνδέει τα ιστορικά γεγονότα μεταξύ τους, η αποκάλυψη των αξιών και των κινήτρων που καθοδήγησαν τη δράση ατόμων και ομάδων, η κατανόηση της ιστορικότητας των γεγονότων και των φαινομένων, η ιστορική ενσυναίσθηση. Για να καλλιεργηθούν οι δεξιότητες αυτές, θα πρέπει να περιοριστεί ως διδακτική πρακτική η ιστορική αφήγηση και να αφιερωθεί εύλογος διδακτικός χρόνος για την εφαρμογή στρατηγικών και τεχνικών που στηρίζονται στην ιστορική ανάλυση και αξιοποιούν μεθοδικά και σε βάθος τις ιστορικές πηγές.
Ιστορία διδάσκουμε ακόμη για να καλλιεργήσουμε δημοκρατική συνείδηση. Και επειδή η ουσιαστική δημοκρατία αποστρέφεται το δογματισμό και την αυθεντία, ενώ ενθαρρύνει τον πλουραλισμό των απόψεων, δημοκρατικό χρέος όλων μας απέναντι στις επερχόμενες γενιές πολιτών είναι να αποκηρύττουμε τη μονοδιάστατη ανάγνωση του παρελθόντος.
Ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας του μαθήματος επιβάλλει αφενός τη μετάδοση αξιών, όπως η υπευθυνότητα, ο αλληλοσεβασμός, η αλληλεγγύη, η ελευθερία, η ισότητα και αφετέρου τη διαρκή κριτική επεξεργασία και αναίρεση στερεοτύπων και προκαταλήψεων εθνικών, φυλετικών, θρησκευτικών, κοινωνικών, έμφυλων, πολιτικών και πολιτισμικών. Άλλωστε, θεμελιώδης αρχή της ανθρωπιστικής παιδείας είναι να κατανοήσουμε ότι αυτά που ενώνουν τους λαούς είναι περισσότερα και πιο ισχυρά από αυτά που τους χωρίζουν και ότι, παρά τις ιστορικές και πολιτισμικές τους διαφορές, μπορούν και οφείλουν να συνυπάρξουν και να συνεργαστούν για το κοινό καλό. Αυτός ο σκοπός δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποσιωπώνται ή να υποβαθμίζονται οι ιστορικές συγκρούσεις μεταξύ των λαών. Αντίθετα, οφείλουμε να τις φωτίσουμε, να τις διαχειριστούμε, να τις αναλύσουμε και να τις κατανοήσουμε με ψυχραιμία και ρεαλισμό αποφεύγοντας τις εμπάθειες και τη εθνικιστική ή λαϊκιστική ρητορεία.
Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, από τους παραπάνω σκοπούς δεν αποτελούν ρηξικέλευθες προτάσεις καθώς αναγράφονται ήδη στα ισχύοντα Αναλυτικά Προγράμματα και περιλαμβάνονται στις οδηγίες του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Ωστόσο, είναι σχεδόν αδύνατο να επιδιωχθούν και να επιτευχθούν, επειδή έρχονται σε ευθεία αντίθεση με άλλα ισχύοντα νομοθετήματα, υπουργικές εγκυκλίους ή εθιμικά εμπεδωμένες αντιλήψεις, που έχουν να κάνουν, όπως προαναφέρθηκε, με την παντοδυναμία του σχολικού εγχειριδίου, τις εξεταστικές πρακτικές και την επιλεκτική διδασκαλία της ύλης. Έτσι, οι σκοποί αυτοί ακυρώνονται στην πράξη και επικρατούν κατά κανόνα αντίθετες με αυτούς αντιλήψεις.

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΔΑΣΚΟΥΜΕ (ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ)
Αναγκαία προϋπόθεση για την πραγματοποίηση οποιασδήποτε μεταρρύθμισης στο μάθημα της Ιστορίας είναι η αναθεώρηση του συστήματος των επάλληλων κύκλων, το οποίο εφαρμόζεται εδώ και τέσσερις περίπου δεκαετίες στη χώρα μας. Η ιστορική ύλη χωρίζεται σε τρεις κύκλους, την αρχαία, μεσαιωνική και νεότερη εποχή, καθένας από τους οποίους διδάσκεται τρεις φορές, μια στο Δημοτικό, μια στο Γυμνάσιο και μια στο Λύκειο. Το σύστημα αυτό, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, είναι φανερό ότι έχει αποτύχει σε όλα τα επίπεδα. Οι διδάσκοντες συναγωνίζονται σε ταχύτητα να ολοκληρώσουν την ύλη κάθε τάξης, ώστε να μη μείνουν αδίδακτες ολόκληρες ιστορικές περίοδοι. Ωστόσο, πολλοί από αυτούς, κυρίως όσοι αγωνιούν για την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας τους και επιδιώκουν την ενεργό συμμετοχή των μαθητών τους σε αυτή, δεν προλαβαίνουν να διδάξουν ολόκληρες ιστορικές περιόδους, όπως η Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή, η Οθωμανική Κυριαρχία, ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, η Γαλλική Επανάσταση και κυρίως η ιστορία μετά το Β’  Παγκόσμιο Πόλεμο. Την επαναδιαπραγμάτευση των περιεχομένων της ιστορικής εκπαίδευσης στο σχολείο επιβάλλει άλλωστε και η ενοποίηση των Προγραμμάτων Σπουδών για την υποχρεωτική εκπαίδευση.
Η νέα αντίληψη για τα περιεχόμενα της διδασκαλίας της Ιστορίας προωθεί την άρση της πρωτοκαθεδρίας της πολιτικής ιστορίας (κυρίως όταν αυτή προσεγγίζεται με συμβατικό τρόπο), που εστιάζει στην πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική δράση των μεγάλων προσωπικοτήτων, και τη στροφή σε πεδία όπως η κοινωνική, η οικονομική και η πολιτισμική ιστορία, η ιστορία των θεσμών και των ιδεών, η ιστορία της τέχνης κ.ά. Νευραλγικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή μπορούν να διαδραματίσουν εναλλακτικές μορφές ιστορικής εκπαίδευσης οι οποίες ενθαρρύνουν τη βιωματική κατανόηση και έρευνα του παρελθόντος, όπως είναι η μικροϊστορία, η τοπική ιστορία και η μουσειακή αγωγή. Πρέπει να τονιστεί ότι σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαίο να συνδεθούν οι θεματικές ιστορικές προσεγγίσεις με σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις και να αποφευχθεί η συγγραφή εγχειριδίων πρόσφορων για αποστήθιση.
Στο πλαίσιο αυτό είναι αναγκαίο να διασυνδεθεί η ελληνική ιστορία με την ευρωπαϊκή και παγκόσμια και κυρίως με την ιστορία των βαλκανικών και μεσογειακών λαών, με τους οποίους οι Έλληνες διαχρονικά βρίσκονταν σε συνεχή αλληλεπίδραση. Οι συνάψεις αυτές θα βοηθήσουν να κατανοήσουμε ότι πολλά από τα γεγονότα που συνέβησαν στην ελληνική ιστορία δεν οφείλονται σε παρθενογένεση αλλά αποτελούν πτυχές ευρύτερων εξελίξεων και φαινομένων.
Καλό θα ήταν, ακόμη, να συμπεριληφθεί στα περιεχόμενα της ιστορικής εκπαίδευσης η διαπολιτισμική διάσταση της Ιστορίας και ειδικότερα η ανάδειξη πολιτισμών που δεν είναι συμβατοί με τις κυρίαρχες ευρωκεντρικές αντιλήψεις για την πρόοδο. Οι διαπολιτισμικές ιστορικές προσεγγίσεις μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στην κατανόηση και αποδοχή της ετερότητας και στην άρση των πολιτισμικών και φυλετικών στερεοτύπων για λαούς πέραν του δυτικού κόσμου.
Επίσης, προκειμένου να αποφεύγεται ο παρελθοντολογισμός, ο οποίος προκαλεί μόνιμη αποστροφή των μαθητών για την Ιστορία, είναι χρήσιμο να διασυνδέεται το παρελθόν με το παρόν μέσα σε μεθοδικά διαμορφωμένα πλαίσια.
Τέλος, στις ανώτερες τάξεις του Λυκείου θα ήταν χρήσιμο οι μαθητές να διδαχθούν στοιχεία θεωρίας και μεθοδολογίας της ιστοριογραφίας. Η ενασχόληση τους με ζητήματα που ξεπερνούν τη γεγονοτολογική αντίληψη της ιστορικής επιστήμης και η οικείωσή τους με τη γλώσσα, τα εργαλεία και τις σχολές των ιστορικών θα τους βοηθήσει να αντιληφθούν ότι οι μελέτες των ιστορικών αποτελούν αφηγηματικά και ερμηνευτικά κείμενα που παράγονται όχι μόνο με βάση τα ιστορικά τεκμήρια που ο καθένας από αυτούς διαθέτει αλλά και ανάλογα με τις μεθόδους που χρησιμοποιεί και την ιδεολογική σκοπιά του ίδιου ή της εποχής του.        

ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΔΑΣΚΟΥΜΕ ΙΣΤΟΡΙΑ (ΜΕΘΟΔΟΣ & ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ)
Το μάθημα της Ιστορίας δεν θα κατορθώσει να απελευθερωθεί από τα δεσμά της μετωπικής αφήγησης και της μηχανικής αποστήθισης παρά μόνο όταν αναμορφωθεί  με βάση τις σύγχρονες θεωρίες μάθησης. Η θεωρία του οικοδομισμού,  η κοινωνικοπολιτισμική θεωρία, οι θεωρίες της εμπλαισιωμένης μάθησης και της γνωστικής μαθητείας υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος κατακτά ουσιαστικά τη γνώση με ενεργητικό τρόπο, ερευνώντας, ανακαλύπτοντας και στοχαζόμενος, ενταγμένος σε συλλογικότητες όπου αλληλεπιδρά, προχωρώντας βήμα βήμα από τα γνωστά στα άγνωστα. Και τα κάνει όλα αυτά, όταν και επειδή έχει γνωστικό κίνητρο, όταν και επειδή επιθυμεί να λύσει ένα πρόβλημα, μια γνωστική απορία. Διαμορφώνοντας ανάλογα μαθησιακά περιβάλλοντα, διδάσκοντας μέσα σε αυτά και, κυρίως, διαμορφώνοντας νέα, παιδαγωγικά έγκυρα και λειτουργικά αξιολογικά κριτήρια, μπορούμε να ξυπνήσουμε το ενδιαφέρον των μαθητών μας και να τους προσφέρουμε συναρπαστικές γνωστικές εμπειρίες.
Για να το πετύχουμε αυτό, πιστεύουμε ότι πρέπει να τηρηθούν ορισμένες προϋποθέσεις:
1.      Να καταργηθεί το ένα και μοναδικό σχολικό εγχειρίδιο που προβάλλεται ως «Βίβλος της Αλήθειας» και γίνεται αντικείμενο αποστήθισης. Μπορεί να αντικατασταθεί είτε από το λεγόμενο «πολλαπλό» βιβλίο είτε από ένα εγχειρίδιο διαμορφωμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να λειτουργεί ως ένα από τα πολλά εργαλεία μάθησης, το οποίο θα παίζει επικουρικό ρόλο στη διδασκαλία και δεν θα την μονοπωλεί.
2.      Να δοθεί περισσότερη έμφαση όχι στην απομνημόνευση πληροφοριών αλλά στην ιστορική κατανόηση. Ο έλεγχος του βαθμού κατανόησης των ιστορικών κειμένων μπορεί να πραγματοποιείται εύκολα με κατάλληλες ερωτήσεις ή με παραφράσεις.   
3.      Θεμελιώδους σημασίας στις σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας της Ιστορίας είναι η χρήση ιστορικών πηγών (γραπτών, οπτικών, ηχητικών κτλ.), κυρίως πρωτογενών. Οι πηγές μέχρι σήμερα στα σχολεία μας χρησιμοποιούνται κατά κανόνα στην τελευταία φάση της διδασκαλίας προκειμένου να επιβεβαιώσουν την ιστορική αφήγηση και να τεκμηριώσουν τη μια και μοναδική ιστορική αλήθεια που προβάλλεται στο σχολικό εγχειρίδιο. Ωστόσο, οι πηγές πρέπει να αποτελούν τη βάση της διδασκαλίας, να αξιοποιούνται κριτικά και να ενεργοποιούν την ερευνητική και ανακαλυπτική διάθεση των παιδιών, ενώ πρόθεση του καθηγητή πρέπει να είναι να ενθαρρύνει τη «συνομιλία» τους με την πηγή. Κριτική αξιοποίηση της ιστορικής πηγής σημαίνει οι μαθητές να μπορούν να ελέγχουν την αξιοπιστία και την εγκυρότητά της, να διακριβώνουν την οπτική γωνία και τις προθέσεις του δημιουργού της, να την εντάσσουν στο ιστορικό της πλαίσιο, να διατυπώνουν ερωτήματα και να αναζητούν απαντήσεις, να αντλούν πληροφορίες τις οποίες θα αντιπαραβάλλουν με ανάλογες πληροφορίες που συνέλεξαν από άλλες πηγές.
4.       Κοινή παρατήρηση των καθηγητών που διδάσκουν Ιστορία είναι η ανεπάρκεια και η ακαταλληλότητα της πλειονότητας των πηγών που περιέχονται στα σχολικά εγχειρίδια και στα βιβλία καθηγητή. Γι’ αυτό και κοινό αίτημα είναι η ψηφιοποίηση ενός ικανού σώματος ιστορικών πηγών, που να αντιστοιχούν στην κατηγοριοποίηση της ύλης των Αναλυτικών Προγραμμάτων και των σχολικών εγχειριδίων, και η ηλεκτρονική διάθεσή τους μέσω του σχολικού δικτύου.
5.       Η χρήση των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών (Τ.Π.Ε. ) θα βοηθούσε σημαντικά στην αναβάθμιση του μαθήματος, υπό την προϋπόθεση ότι θα αξιοποιούνταν ως εργαλεία διδασκαλίας σε ένα μαθητοκεντρικό περιβάλλον μάθησης και ότι θα διασφαλίζονταν η επιστημονική εγκυρότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα των αντλούμενων πληροφοριών. Οι Τ.Π.Ε. δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να καταργήσουν τα συμβατικά μέσα διδασκαλίας (σχολικά εγχειρίδια, βιβλιοθήκες, χάρτες, φωτογραφίες κτλ.) αλλά να λειτουργήσουν παραπληρωματικά με αυτά. Για το λόγο αυτό οφείλουμε να υποστηρίξουμε και να απαιτήσουμε τη δημιουργία «Αίθουσας ή Εργαστηρίου Ιστορίας» σε κάθε σχολείο.  
6.       Οι βασικές αδυναμίες που παρατηρούνται στους μαθητές έχουν να κάνουν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, με την αντίληψη του ιστορικού χρόνου και χώρου και τον αφηρημένο χαρακτήρα του ιστορικού λόγου. Οι διεθνείς έρευνες στη Διδακτική της Ιστορίας συγκλίνουν στην άποψη ότι οι αδυναμίες αυτές μπορούν να ξεπεραστούν με τη συστηματική χρήση εποπτικού υλικού, εννοιολογικών χαρτών και κυρίως βιωματικών δραστηριοτήτων (κατασκευή χαρτών, εικαστικών έργων, ιστορικών χρονογραμμών, δραματοποίηση, παιχνίδι ρόλων κτλ.), που εμπλέκουν ενεργητικά το σύνολο των μαθητών της τάξης και ιδιαίτερα αυτούς που αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες. Για τους μαθητές αυτούς δεν έχει μέχρι σήμερα ληφθεί καμιά ουσιαστική μέριμνα, γι’ αυτό και οι θεσμικά υπεύθυνοι φορείς του Υπουργείου Παιδείας οφείλουν να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια παράγοντας υποστηρικτικό υλικό και επιμορφώνοντας τουλάχιστον τους φιλολόγους που εργάζονται σε Τμήματα Ένταξης ή Τάξεις Υποδοχής.
7.      Η εφαρμογή σύγχρονων στρατηγικών διδασκαλίας και η επιδίωξη της ποιότητας στη μάθηση απαιτεί χρόνο. Οι δυο ώρες διδασκαλίας που διατίθενται σήμερα σε όλες τις τάξεις της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (εκτός της Γ΄ Γυμνασίου) δεν επαρκούν. Το Υπουργείο Παιδείας πρέπει να εξετάσει σοβαρά την περίπτωση να προστεθεί άλλη μια διδακτική ώρα στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα. Αυτό θα προσφέρει τη δυνατότητα να αφιερώνονται δυο συνεχόμενες ώρες στη διεξαγωγή ανακαλυπτικών και βιωματικών δραστηριοτήτων σε συνεργατική βάση, ενώ στη μια ώρα που υπολείπεται να αναπτύσσονται συμβατικές μορφές διδασκαλίας.
Όλες οι παραπάνω προτάσεις είναι καταδικασμένες σε αποτυχία όσο υπάρχει το σύστημα των Πανελλήνιων Εισαγωγικών Εξετάσεων, το οποίο επιβάλλει ρητά ή υπόρρητα τις αρχές διδασκαλίας της Ιστορίας διατρέχοντας μάλιστα από πάνω ως κάτω όλο τον κορμό της σχολικής εκπαίδευσης. Γι’ αυτό είναι ανάγκη οι εξετάσεις αυτές ή να αναμορφωθούν ριζικά ή να καταργηθούν.
 ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΛΗΚΙΔΗΣ
Καθηγητής Δ.Ε.
μέλος Δ.Σ. Π.Ε.Φ.
εκλ. λέκτορας Διδακτικής της Ιστορίας (Δημοκρίτειο Παν/μιο Θράκης)


Σχόλια